- εὐδιάρθρωτος
- εὐδιάρθρωτοςwell-articulatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιάρθρωτος — εὐδιάρθρωτος, ον (Μ) (για ύφος) ο διαρθρωμένος, ο εκφρασμένος καλά («πρὸς εὐδιάρθρωτον διὰ τὸ τοῡ λόγου δυσήκοον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαρθρωτος (< διαρθρώ), πρβλ. α διάρθρωτος] … Dictionary of Greek
εὐδιάρθρωτον — εὐδιάρθρωτος well articulated masc/fem acc sg εὐδιάρθρωτος well articulated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)